μέλινος: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέλινος''': ο, = [[μελίνη]], μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἁρποκρ. ἐκ τῆς Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22., 5, 10, [[ἔνθα]] νῦν φέρεται μελίνην.
|lstext='''μέλινος''': ο, = [[μελίνη]], μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἁρποκρ. ἐκ τῆς Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22., 5, 10, [[ἔνθα]] νῦν φέρεται μελίνην.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de frêne.<br />'''Étymologie:''' [[μελία]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλινος Medium diacritics: μέλινος Low diacritics: μέλινος Capitals: ΜΕΛΙΝΟΣ
Transliteration A: mélinos Transliteration B: melinos Transliteration C: melinos Beta Code: me/linos

English (LSJ)

(A), ὁ,

   A = μελίνη 1, cited by Harp. from X. An.1.2.22, 1.5.10 (μελίνην codd.), cf. Thphr. HP8.1.4, Diocl. Fr.113.
μέλῐνος (B), Ep. μείλινος (also in late Prose,

   A μειλίνη ὕλη Orib.49.3.1), η, ον, (μελία) ashen, μείλινον ἔγχος Il.5.655; δόρυ μείλινον ib.666, al.; ἷζε δ' ἐπὶ μελίνου οὐδοῦ Od.17.339.

German (Pape)

[Seite 123] = μελίϊνος, eschen, Od. 17, 339, in der Il. in der ep. Form μείλινος. ὁ, = μελίνη, Theophr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

μέλινος: ο, = μελίνη, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἁρποκρ. ἐκ τῆς Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22., 5, 10, ἔνθα νῦν φέρεται μελίνην.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de frêne.
Étymologie: μελία.