ταυρόπους: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταυρόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων πόδας ταύρου, τ. [[σῆμα]], ἐπὶ ποταμίου τινὸς θεοῦ, Εὐρ. Ι. Α. 275. | |lstext='''ταυρόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων πόδας ταύρου, τ. [[σῆμα]], ἐπὶ ποταμίου τινὸς θεοῦ, Εὐρ. Ι. Α. 275. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ποδος (ὁ, ἡ)<br />aux pieds de taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A bull-footed, σῆμα, of a rivergod, E.IA275 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1074] ποδος, ὁ, ἡ, stierfüßig, Eur. I. A. 275, ταυρόπουν σῆμα.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων πόδας ταύρου, τ. σῆμα, ἐπὶ ποταμίου τινὸς θεοῦ, Εὐρ. Ι. Α. 275.