λεόπαρδος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(6_15) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεόπαρδος''': ὁ, λεοπάρδαλις, Θεογνώστ. Καν. σ. 98. 12, Ἐκκλ. | |lstext='''λεόπαρδος''': ὁ, λεοπάρδαλις, Θεογνώστ. Καν. σ. 98. 12, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[λεόπαρδος]])<br />η [[λεοπάρδαλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέων]] <span style="color: red;">+</span> [[πάρδος]]<br />[[είναι]] [[εμφανής]] η [[επίδραση]] του λατ. <i>leopardus</i> (<i>pardus</i> «[[αρσενικός]] [[πάνθηρας]]»), [[αφού]] η [[συνήθης]] [[μορφή]] με την οποία εμφανίζεται ο τ. [[λέων]] ως α' συνθετικό [[είναι]] <i>λεοντο</i>- και όχι <i>λεο</i>-, ο δε τ. [[πάρδος]] μαρτυρείται στους μτγν. χρόνους (για πρώτη [[φορά]] στον Αιλιανό, 2ος-3ος μ.Χ. [[αιώνας]]). Στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει η [[ονομασία]] [[λεοπάρδαλη]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A leopard, Gal.5.134, Edict.Diocl.8.39, Theognost. Can.98.
German (Pape)
[Seite 29] ὁ, der Leopard, auch λεοντόπαρδος genannt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λεόπαρδος: ὁ, λεοπάρδαλις, Θεογνώστ. Καν. σ. 98. 12, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο (AM λεόπαρδος)
η λεοπάρδαλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + πάρδος
είναι εμφανής η επίδραση του λατ. leopardus (pardus «αρσενικός πάνθηρας»), αφού η συνήθης μορφή με την οποία εμφανίζεται ο τ. λέων ως α' συνθετικό είναι λεοντο- και όχι λεο-, ο δε τ. πάρδος μαρτυρείται στους μτγν. χρόνους (για πρώτη φορά στον Αιλιανό, 2ος-3ος μ.Χ. αιώνας). Στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει η ονομασία λεοπάρδαλη].