ὑπογύπωνες: Difference between revisions
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(6_15) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπογύπωνες''': οἱ, [[εἶδος]] ὀρχηστρῶν παρὰ [[Πολυδ]]. Δ΄, 104. | |lstext='''ὑπογύπωνες''': οἱ, [[εἶδος]] ὀρχηστρῶν παρὰ [[Πολυδ]]. Δ΄, 104. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=οι / [[ὑπογύπωνες]], ΝΑ<br />(στην αρχ. [[Ελλάδα]])<br /><b>1.</b> χορευτές οι οποίοι στον χορό τους παρίσταναν γέροντες<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[ίδιος]] ο [[χορός]] τών χορευτών αυτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γύπωνες]] «χορευτές στη [[Σπάρτη]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
οἱ,
A a sort of dancers, Poll.4.104.
German (Pape)
[Seite 1213] οἱ, eine Art Tänzer, Poll. 4, 104.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογύπωνες: οἱ, εἶδος ὀρχηστρῶν παρὰ Πολυδ. Δ΄, 104.
Greek Monolingual
οι / ὑπογύπωνες, ΝΑ
(στην αρχ. Ελλάδα)
1. χορευτές οι οποίοι στον χορό τους παρίσταναν γέροντες
2. συνεκδ. ο ίδιος ο χορός τών χορευτών αυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γύπωνες «χορευτές στη Σπάρτη»].