ἀλίαστος: Difference between revisions
γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλίαστος''': -ον, ([[λιάζομαι]]) [[ἄκαμπτος]], [[ἀκατάπαυστος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπαύσῃ ἢ μετατρέψῃ· μάχῃ, [[ὅμαδος]], [[γόος]], Ἰλ. Ξ. 57., Μ. 471., Ω. 760· πόλεμον δ᾿ ἀλίαστον ἤγειρε, Υ. 31· ἀλ. ἀνίη, Ἡσ. Θ. 611: - οὐδ᾿ ὡς ἐπίρρ. μηδ᾿ ἀλίαστον ὀδύρεο, [[μηδὲ]] κλαῖε ἀκαταπαύστως, Ἰλ. Ω. 549· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, φρὴν [[ἀλίαστος]] φρίσσει, Εὐρ. Ἑκ. 85. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀκατάβλητος]], [[ἀτρόμητος]], Εὐρ. Ὀρ. 1479: - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα δὶς παρ᾿ Εὐρ. ἐν λυρ. χωρίοις. | |lstext='''ἀλίαστος''': -ον, ([[λιάζομαι]]) [[ἄκαμπτος]], [[ἀκατάπαυστος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπαύσῃ ἢ μετατρέψῃ· μάχῃ, [[ὅμαδος]], [[γόος]], Ἰλ. Ξ. 57., Μ. 471., Ω. 760· πόλεμον δ᾿ ἀλίαστον ἤγειρε, Υ. 31· ἀλ. ἀνίη, Ἡσ. Θ. 611: - οὐδ᾿ ὡς ἐπίρρ. μηδ᾿ ἀλίαστον ὀδύρεο, [[μηδὲ]] κλαῖε ἀκαταπαύστως, Ἰλ. Ω. 549· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, φρὴν [[ἀλίαστος]] φρίσσει, Εὐρ. Ἑκ. 85. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀκατάβλητος]], [[ἀτρόμητος]], Εὐρ. Ὀρ. 1479: - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα δὶς παρ᾿ Εὐρ. ἐν λυρ. χωρίοις. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui ne fléchit pas, <i>d’où</i><br /><b>1</b> incessant ; fort, rude ; <i>adv.</i> • ἀλίαστον ὀδύρεσθαι IL se lamenter sans cesse;<br /><b>2</b> dur, inflexible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[λιάζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (λιάζομαι)
A not to be turned aside, unabating, μάχη, ὅμαδος, γόος, Il.14.57, 12.471, 24.760; πόλεμον δ' ἀ. ἔγειρε 20.31; ἀ. ἀνίη Hes.Th.611: neut. as Adv., μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549, cf. φρὴν ἀλίαστος φρίσσει E.Hec.85. 2 = πολύς, κῦμα A.R.1.1326, acc. to Sch., cf.EM63.33. II of persons, undaunted, E.Or. 1479.—Ep. word, used twice by E. in lyr.
German (Pape)
[Seite 95] unbiegsam, nicht nachgebend, heftig, Hom. siebenmal, Iliad. 2, 797 πόλεμος, 20, 31 πόλεμον, 12, 471. 16, 296 ὅμαδος, 24, 760 γόον, 14, 57 μάχην ἀλίαστον; Advb. 24, 549 ἀλίαστον ὀδύρεο, unablässig; – ἀνίη Hes. Th. 610; Eur. φρήν Hec. 81; Πυλάδης Or. 1465, der muthige; sp. D., πόνος Ap. Rh. 2, 649, κῦμα 1, 1326.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλίαστος: -ον, (λιάζομαι) ἄκαμπτος, ἀκατάπαυστος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπαύσῃ ἢ μετατρέψῃ· μάχῃ, ὅμαδος, γόος, Ἰλ. Ξ. 57., Μ. 471., Ω. 760· πόλεμον δ᾿ ἀλίαστον ἤγειρε, Υ. 31· ἀλ. ἀνίη, Ἡσ. Θ. 611: - οὐδ᾿ ὡς ἐπίρρ. μηδ᾿ ἀλίαστον ὀδύρεο, μηδὲ κλαῖε ἀκαταπαύστως, Ἰλ. Ω. 549· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει, Εὐρ. Ἑκ. 85. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀκατάβλητος, ἀτρόμητος, Εὐρ. Ὀρ. 1479: - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα δὶς παρ᾿ Εὐρ. ἐν λυρ. χωρίοις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne fléchit pas, d’où
1 incessant ; fort, rude ; adv. • ἀλίαστον ὀδύρεσθαι IL se lamenter sans cesse;
2 dur, inflexible.
Étymologie: ἀ, λιάζομαι.