ταγηνίας: Difference between revisions
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(6_14) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰγηνίας''': ὁ, [[τηγανίτης]], κοινῶς «τηγανίτα», [[Μάγνης]] ἐν «Διονύσῳ» (ἢ Διονύσῳ δευτέρῳ) 2, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 8, Μεταγέν. ἐν «Θουριοπέρσαις» 1. 8, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2, πρβλ. [[ταγηνίτης]], [[τηγανίτης]]. | |lstext='''τᾰγηνίας''': ὁ, [[τηγανίτης]], κοινῶς «τηγανίτα», [[Μάγνης]] ἐν «Διονύσῳ» (ἢ Διονύσῳ δευτέρῳ) 2, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 8, Μεταγέν. ἐν «Θουριοπέρσαις» 1. 8, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2, πρβλ. [[ταγηνίτης]], [[τηγανίτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[τηγανίτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάγηνον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οβελ</i>-<i>ίας</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A pancake, Magn.1, Cratin.125, Metag.6, Nicopho 15.
German (Pape)
[Seite 1063] ὁ, = ταγηνίτης; Nicophon bei Ath. XIV, 645 c; Cratin. ib. 645 d.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰγηνίας: ὁ, τηγανίτης, κοινῶς «τηγανίτα», Μάγνης ἐν «Διονύσῳ» (ἢ Διονύσῳ δευτέρῳ) 2, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 8, Μεταγέν. ἐν «Θουριοπέρσαις» 1. 8, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2, πρβλ. ταγηνίτης, τηγανίτης.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
τηγανίτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγηνον + κατάλ. -ίας (πρβλ. οβελ-ίας)].