πυρολόγος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῡρολόγος''': -ον, (πυρὸς) ὁ πυροὺς συλλέγων, δηλ. θερίζων, [[πυρολόγος]] [[δρεπάνη]] Ἀνθ. Π. 6. 104 (Ἀντίγραφ. πυριλ-.) | |lstext='''πῡρολόγος''': -ον, (πυρὸς) ὁ πυροὺς συλλέγων, δηλ. θερίζων, [[πυρολόγος]] [[δρεπάνη]] Ἀνθ. Π. 6. 104 (Ἀντίγραφ. πυριλ-.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui ramasse le blé.<br />'''Étymologie:''' [[πυρός]], [[λέγω]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (πυρός)
A reaping wheat, AP6.104 (Phil., v.l. πυριλ-).
German (Pape)
[Seite 823] Weizen lesend, sammelnd od. mähend, δρεπάνη, Philp. 14 (VI, 104).
Greek (Liddell-Scott)
πῡρολόγος: -ον, (πυρὸς) ὁ πυροὺς συλλέγων, δηλ. θερίζων, πυρολόγος δρεπάνη Ἀνθ. Π. 6. 104 (Ἀντίγραφ. πυριλ-.)