ἀγχώμαλος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγχώμᾰλος''': -ον, (ὁμαλὸς) ὁ σχεδὸν [[ἴσος]], ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ, Θουκ. 3. 49, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 14· ἀγχ. [[μάχη]], ἀμφιβόλου ἀποτελέσματος, [[ἰσόρροπος]] [[μάχη]], Θουκ. 4. 134· [[νίκη]], Πλουτ. Ὄθων 13· οὐκ ἀγχ. τὸ [[πλῆθος]], ὁ αὐτ. Καῖσ. 42· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, λατ. aequo Marte pugnare, Θουκ. 7. 71· ἀγχώμαλά σφισιν ἐγένετο, Λουκ. Ἑρμ. 12. Ἐπίρρ. -άλως, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστορ. 37.
|lstext='''ἀγχώμᾰλος''': -ον, (ὁμαλὸς) ὁ σχεδὸν [[ἴσος]], ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ, Θουκ. 3. 49, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 14· ἀγχ. [[μάχη]], ἀμφιβόλου ἀποτελέσματος, [[ἰσόρροπος]] [[μάχη]], Θουκ. 4. 134· [[νίκη]], Πλουτ. Ὄθων 13· οὐκ ἀγχ. τὸ [[πλῆθος]], ὁ αὐτ. Καῖσ. 42· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, λατ. aequo Marte pugnare, Θουκ. 7. 71· ἀγχώμαλά σφισιν ἐγένετο, Λουκ. Ἑρμ. 12. Ἐπίρρ. -άλως, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστορ. 37.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />presque égal : ἐγένοντο [[ἐν]] [[τῇ]] χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι THC au vote les deux avis recueillirent un nombre de voix presque égal ; [[ἀγχώμαλος]] [[μάχη]] THC combat incertain;<br /><i>adv.</i> • ἀγχώμαλα, à chances presque égales ; διὰ τὸ ἀγχώμαλον THC à cause de l’indécision (momentanée) du combat.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγχι]], [[ὁμαλός]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχώμᾰλος Medium diacritics: ἀγχώμαλος Low diacritics: αγχώμαλος Capitals: ΑΓΧΩΜΑΛΟΣ
Transliteration A: anchṓmalos Transliteration B: anchōmalos Transliteration C: agchomalos Beta Code: a)gxw/malos

English (LSJ)

ον, (ὁμαλός)

   A nearly equal, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th. 3.49; ἀ. μάχη a doubtful battle, Id.4.134; τὴν νίκην ἐν ἀγχωμάλψ καταλιπόντες J.BJ6.2.6; τὸ πλῆθος οὐκ ἀ. Plu.Caes.42, cf. D.H.5.14:—neut. pl. as Adv., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Lat. aequo Marte pugnare, Th.7.71; ἀ. σφισι ἐγένετο Luc.Herm.12. Adv. -άλως Id.VH 2.37, App.Praef.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχώμᾰλος: -ον, (ὁμαλὸς) ὁ σχεδὸν ἴσος, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ, Θουκ. 3. 49, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 14· ἀγχ. μάχη, ἀμφιβόλου ἀποτελέσματος, ἰσόρροπος μάχη, Θουκ. 4. 134· νίκη, Πλουτ. Ὄθων 13· οὐκ ἀγχ. τὸ πλῆθος, ὁ αὐτ. Καῖσ. 42· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, λατ. aequo Marte pugnare, Θουκ. 7. 71· ἀγχώμαλά σφισιν ἐγένετο, Λουκ. Ἑρμ. 12. Ἐπίρρ. -άλως, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστορ. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
presque égal : ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι THC au vote les deux avis recueillirent un nombre de voix presque égal ; ἀγχώμαλος μάχη THC combat incertain;
adv. • ἀγχώμαλα, à chances presque égales ; διὰ τὸ ἀγχώμαλον THC à cause de l’indécision (momentanée) du combat.
Étymologie: ἄγχι, ὁμαλός.