νεκροδόχος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_16) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεκροδόχος''': -ον, = [[νεκροδέγμων]], Εὐστ. 1093. 63. | |lstext='''νεκροδόχος''': -ον, = [[νεκροδέγμων]], Εὐστ. 1093. 63. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (Μ [[νεκροδόχος]], -ον)<br />αυτός που δέχεται τους νεκρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[νεκροδόχος]]<br />ο [[τάφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μνημο</i>-<i>δόχος</i>, <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = νεκροδέγμων, Eust.1903.63.
German (Pape)
[Seite 237] = νεκροδόκος, Eust. 1903, 63.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροδόχος: -ον, = νεκροδέγμων, Εὐστ. 1093. 63.
Greek Monolingual
-ο (Μ νεκροδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται τους νεκρούς
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νεκροδόχος
ο τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. μνημο-δόχος, ξενο-δόχος].