κατάλειπτος: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάλειπτος''': -ον, ἀληλιμμένος ἐντελῶς, πολὺ ἀλειμμένος, σμύρνῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· μύρῳ Εἰρ. 862.
|lstext='''κατάλειπτος''': -ον, ἀληλιμμένος ἐντελῶς, πολὺ ἀλειμμένος, σμύρνῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· μύρῳ Εἰρ. 862.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />oint, enduit.<br />'''Étymologie:''' [[καταλείφω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλειπτος Medium diacritics: κατάλειπτος Low diacritics: κατάλειπτος Capitals: ΚΑΤΑΛΕΙΠΤΟΣ
Transliteration A: katáleiptos Transliteration B: kataleiptos Transliteration C: kataleiptos Beta Code: kata/leiptos

English (LSJ)

[ᾰλ], ον,

   A anointed, σμύρνῃ Ar.Eq.1332; μύρῳ Id.Pax 862.

German (Pape)

[Seite 1359] besalbt, σμύρνῃ, μύρῳ, Ar. Equ. 1332 Pax 862.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλειπτος: -ον, ἀληλιμμένος ἐντελῶς, πολὺ ἀλειμμένος, σμύρνῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· μύρῳ Εἰρ. 862.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
oint, enduit.
Étymologie: καταλείφω.