φαγάνθρωπος: Difference between revisions
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
(6_16) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φᾰγάνθρωπος''': -ον, = [[ἀνθρωποφάγος]], «φαγανθρώπων· ἀκαθάρτων» Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. | |lstext='''φᾰγάνθρωπος''': -ον, = [[ἀνθρωποφάγος]], «φαγανθρώπων· ἀκαθάρτων» Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[ανθρωποφάγος]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀκάθαρτος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' του [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φαγεῖν]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθρωπος]]. Ο τ. έχει σχηματιστεί κατ' [[αντιστροφή]] του [[ἀνθρωποφάγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = ἀνθρωποφάγος, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 1249] = ἀνθρωποφάγος, Menschen fressend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰγάνθρωπος: -ον, = ἀνθρωποφάγος, «φαγανθρώπων· ἀκαθάρτων» Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ανθρωποφάγος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀκάθαρτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + ἄνθρωπος. Ο τ. έχει σχηματιστεί κατ' αντιστροφή του ἀνθρωποφάγος.