τετράσχιστος: Difference between revisions
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(6_16) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράσχιστος''': -ον, ἐσχισμένος ἢ διῃρημένος εἰς τέσσαρα μέρη, Γλωσσ. | |lstext='''τετράσχιστος''': -ον, ἐσχισμένος ἢ διῃρημένος εἰς τέσσαρα μέρη, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />σχισμένος ή διαιρεμένος σε [[τέσσερα]] κομμάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχιστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>σχιστος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A split or parted into four, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1099] vierspaltig, viertheilig (?).
Greek (Liddell-Scott)
τετράσχιστος: -ον, ἐσχισμένος ἢ διῃρημένος εἰς τέσσαρα μέρη, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ον, Α
σχισμένος ή διαιρεμένος σε τέσσερα κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύ-σχιστος].