ἑπταήμερος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6_16) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑπταήμερος''': -ον, ἀποτελούμενος ἐξ ἑπτὰ ἡμερῶν ἢ διαρκῶν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, Δίων Κ. 76. 1˙ πρβλ. [[ἑπτήμερος]]. | |lstext='''ἑπταήμερος''': -ον, ἀποτελούμενος ἐξ ἑπτὰ ἡμερῶν ἢ διαρκῶν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, Δίων Κ. 76. 1˙ πρβλ. [[ἑπτήμερος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑπταήμερος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί [[επτά]] ημέρες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επταήμερο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] [[επτά]] ημερών<br /><b>μσν.</b><br />ηλικίας [[επτά]] ημερών. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A lasting seven days, D.C.76.1.
German (Pape)
[Seite 1012] siebentägig, ἑορτή D. Cass. 76, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταήμερος: -ον, ἀποτελούμενος ἐξ ἑπτὰ ἡμερῶν ἢ διαρκῶν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, Δίων Κ. 76. 1˙ πρβλ. ἑπτήμερος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑπταήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί επτά ημέρες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επταήμερο
χρονικό διάστημα επτά ημερών
μσν.
ηλικίας επτά ημερών.