τηλεκλειτός: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηλεκλειτός''': -όν, καὶ ή, όν, (Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1097)· - ὁ ἔχων πολλὴν φήμην, πεφημισμένος εἰς [[πόρρω]] κειμένας χώρας, [[Φοῖνιξ]] Ἰλ. Ξ. 321· Ἐφιάλτης Ὀδ. Λ. 308· [[Ἰκάριος]] Τ. 546· ἀλλαχοῦ ὡς ἐπίθετον τῶν ἐπικούρων τῶν Τρώων, Ἰλ. Β. 491, κ. ἀλλ., [[ἔνθα]] ὁ Wolf ἔγραφε τηλεκλητοί, [[μακρόθεν]] κληθέντες εἰς βοήθειαν, πρβλ. Spitzn Exc. XI εἰςἸλ., [[ἔνθα]] ἐξετάζεται καὶ τὸ [[ζήτημα]] τοῦ τονισμοῦ. | |lstext='''τηλεκλειτός''': -όν, καὶ ή, όν, (Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1097)· - ὁ ἔχων πολλὴν φήμην, πεφημισμένος εἰς [[πόρρω]] κειμένας χώρας, [[Φοῖνιξ]] Ἰλ. Ξ. 321· Ἐφιάλτης Ὀδ. Λ. 308· [[Ἰκάριος]] Τ. 546· ἀλλαχοῦ ὡς ἐπίθετον τῶν ἐπικούρων τῶν Τρώων, Ἰλ. Β. 491, κ. ἀλλ., [[ἔνθα]] ὁ Wolf ἔγραφε τηλεκλητοί, [[μακρόθεν]] κληθέντες εἰς βοήθειαν, πρβλ. Spitzn Exc. XI εἰςἸλ., [[ἔνθα]] ἐξετάζεται καὶ τὸ [[ζήτημα]] τοῦ τονισμοῦ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />connu au loin, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[κλειτός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
όν, also ή, όν (A.R.3.1097):—
A far-famed, Φοῖνιξ Il. 14.321; Ἐφιάλτης Od.11.308; Ἰκάριος 19.546; so also as epith. of the Trojan ἐπίκουροι, Il.5.491, 6.111, 9.233, 11.564 (v.l.), 12.108; written τηλε-κλητοί in some codd. (-κλειτός fr. -κλεϝετος, cf. sq.)
German (Pape)
[Seite 1106] weit berühmt, im fernen Lande berühmt; Φοίνιξ, Il. 14, 321; Ἐφιάλτης, Od. 11, 308; Ἰκάριος, 19, 546; sonst von den Bundesgenossen der Trojaner, τηλεκλειτοί τ' ἐπίκουροι, Il. 5, 491. 6, 111. 9, 233. 12, 108, wo Wolf τηλεκλητοί schrieb, Buttm. aber Lexil. I p. 93 ff. u. Spitzner exc. XI ad Il. sich für τηλεκλειτός entscheiden, wie auch Bekker lies't, da die Bundesgenossen auch sonst »berühmt« genannt werden; Hes. Sc. 327; u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1097 (wo τηλεκλειτήν, nicht mit Well. τηλεκλείτην zu schreiben). Vgl. ἀγακλειτός.
Greek (Liddell-Scott)
τηλεκλειτός: -όν, καὶ ή, όν, (Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1097)· - ὁ ἔχων πολλὴν φήμην, πεφημισμένος εἰς πόρρω κειμένας χώρας, Φοῖνιξ Ἰλ. Ξ. 321· Ἐφιάλτης Ὀδ. Λ. 308· Ἰκάριος Τ. 546· ἀλλαχοῦ ὡς ἐπίθετον τῶν ἐπικούρων τῶν Τρώων, Ἰλ. Β. 491, κ. ἀλλ., ἔνθα ὁ Wolf ἔγραφε τηλεκλητοί, μακρόθεν κληθέντες εἰς βοήθειαν, πρβλ. Spitzn Exc. XI εἰςἸλ., ἔνθα ἐξετάζεται καὶ τὸ ζήτημα τοῦ τονισμοῦ.
French (Bailly abrégé)
ός ou ή, όν :
connu au loin, célèbre.
Étymologie: τῆλε, κλειτός.