τρίκρανος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίκρᾱνος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] κεφαλάς, [[τρικέφαλος]], ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Σοφ. Τρ. 1078, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 611, 1277· [[μήτηρ]] τρ., ἡ Ρέα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4122. | |lstext='''τρίκρᾱνος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] κεφαλάς, [[τρικέφαλος]], ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Σοφ. Τρ. 1078, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 611, 1277· [[μήτηρ]] τρ., ἡ Ρέα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4122. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[τρικάρηνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A three-headed, Ἅιδου σκύλαξ, of Cerberus, S.Tr.1098, cf. E.HF611,1277; μήτηρ τ., of Rhea, prob. in CIG4121 (Galatia).
German (Pape)
[Seite 1144] dreiköpfig; der Kerberus, Ἅιδου σκύλαξ, Soph. Trach. 1088; κύων, Eur. Herc. Fur. 1277.
Greek (Liddell-Scott)
τρίκρᾱνος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κεφαλάς, τρικέφαλος, ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Σοφ. Τρ. 1078, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 611, 1277· μήτηρ τρ., ἡ Ρέα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4122.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. τρικάρηνος.