ἄφθογγος: Difference between revisions
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄφθογγος''': -ον, ὁ μὴ φθεγγόμενος, [[ἄφωνος]], [[ἄλαλος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 198, Ἡρόδ. 1. 116, Αἰσχύλ. Πέρσ. 206, κτλ.· [[ἄφθογγος]] [[εἶναι]], σιωπᾶν, ὁ αὐτ. Εὐμ. 448· ἄφθ. [[ἄγγελος]], ἐπὶ πυρσοῦ, Θέογν. 549· ἀφθόγγῳ φθεγγομένα στόματι, ἐπὶ ἐπιταφίου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 234. 4. 2) ἄφθογγα (ἐνν. γράμματα) Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, Κρατ. 424C (ἴδε λέξ. [[ἄφωνος]]). ΙΙ. Παθ., [[ἄφατος]], Σοφ. Ἀποσπ. 548. | |lstext='''ἄφθογγος''': -ον, ὁ μὴ φθεγγόμενος, [[ἄφωνος]], [[ἄλαλος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 198, Ἡρόδ. 1. 116, Αἰσχύλ. Πέρσ. 206, κτλ.· [[ἄφθογγος]] [[εἶναι]], σιωπᾶν, ὁ αὐτ. Εὐμ. 448· ἄφθ. [[ἄγγελος]], ἐπὶ πυρσοῦ, Θέογν. 549· ἀφθόγγῳ φθεγγομένα στόματι, ἐπὶ ἐπιταφίου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 234. 4. 2) ἄφθογγα (ἐνν. γράμματα) Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, Κρατ. 424C (ἴδε λέξ. [[ἄφωνος]]). ΙΙ. Παθ., [[ἄφατος]], Σοφ. Ἀποσπ. 548. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans voix, muet ; <i>t. de gramm.</i> τὰ ἄφθογγα (γράμματα) les consonnes;<br /><b>2</b> dont on ne doit pas parler.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φθέγγομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A voiceless, speechless, h.Cer.198, Hdt.1.116; φόβῳ ἄ. A.Pers. 206; ἄ. εἶναι remain silent, Id.Eu.448; ἄ. ἄγγελος a beacon-fire, Thgn.549; ἀφθόγγῳ φθεγγομένα στόματι, of an epitaph, Epigr.Gr.234.4 (Smyrna). 2 ἄφθογγα (sc. γράμματα) mutes, Pl.Phlb. 18c, Cra.424c. II Pass., = ἄφατος, not to be spoken of, γάμοι S. Fr.618 (dub.).
German (Pape)
[Seite 410] 1) lautlos, stumm, H. h. Cer. 198; Her. 1, 116; Tragg., z. B. Aesch. Eum. 726 Soph. Ai. 304; von Thieren, Eur. Hipp. 646 Tr. 666. – 2) τὰ ἄφθογγα, = ἄφωνα, sc. γράμματα, Consonanten, Plat. Crat. 424 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφθογγος: -ον, ὁ μὴ φθεγγόμενος, ἄφωνος, ἄλαλος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 198, Ἡρόδ. 1. 116, Αἰσχύλ. Πέρσ. 206, κτλ.· ἄφθογγος εἶναι, σιωπᾶν, ὁ αὐτ. Εὐμ. 448· ἄφθ. ἄγγελος, ἐπὶ πυρσοῦ, Θέογν. 549· ἀφθόγγῳ φθεγγομένα στόματι, ἐπὶ ἐπιταφίου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 234. 4. 2) ἄφθογγα (ἐνν. γράμματα) Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, Κρατ. 424C (ἴδε λέξ. ἄφωνος). ΙΙ. Παθ., ἄφατος, Σοφ. Ἀποσπ. 548.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans voix, muet ; t. de gramm. τὰ ἄφθογγα (γράμματα) les consonnes;
2 dont on ne doit pas parler.
Étymologie: ἀ, φθέγγομαι.