τραγῳδοποιός: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰγῳδοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν τραγῳδίας, τραγικὸς [[ποιητής]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 30, Πλάτ., κλπ.· ― τραγῳδιοποιὸς [[εἶναι]] [[τύπος]] μεταγενέστερος ἀπαντῶν ὡς διάφ. γραφ. παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 597Ε, 605C, κ. ἀλλ. | |lstext='''τρᾰγῳδοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν τραγῳδίας, τραγικὸς [[ποιητής]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 30, Πλάτ., κλπ.· ― τραγῳδιοποιὸς [[εἶναι]] [[τύπος]] μεταγενέστερος ἀπαντῶν ὡς διάφ. γραφ. παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 597Ε, 605C, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />poète tragique.<br />'''Étymologie:''' [[τραγῳδία]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A tragic poet, Ar.Th.30, Pl.Cra.425d, R. 408b, Eratosth. ap. Eutoc. in Archim. iii p.88 H., Phld.Po.2.29, etc.: generally, writer of serious poetry (cf. τραγῳδία 11), e. g. of Homer, Pl.R.605c, 607a; and of Pindar, Hermog.Id.1.6:—τραγῳδιοποιός is found in Metrod.Herc.831.3, in codd. BT of Pl.Smp. 223d, cod. A of R.607a, etc., and many codd. of Lib.Or.64.112, but is f.l. (in Pl. at least) for τραγῳδοπ-, which codd. give correctly in Cra.425d, R.408b, 597e: cf. κωμῳδοποιός.
German (Pape)
[Seite 1133] Tragödien verfertigend, Tragödiendichter; Ar. Th. 30; Plat. Conv. 223 d Rep. X, 597 e u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγῳδοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τραγῳδίας, τραγικὸς ποιητής, Ἀριστοφ. Θεσμ. 30, Πλάτ., κλπ.· ― τραγῳδιοποιὸς εἶναι τύπος μεταγενέστερος ἀπαντῶν ὡς διάφ. γραφ. παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 597Ε, 605C, κ. ἀλλ.