τρικυλίνδητος: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(6_18) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐκῠλίνδητος''': -ον, ὁ τρὶς κυλινδηθείς· [[ὡσαύτως]] [[τρικαλίνδητος]], Ἐτυμ. Μέγ. 766, 22, ἐν λ. | |lstext='''τρῐκῠλίνδητος''': -ον, ὁ τρὶς κυλινδηθείς· [[ὡσαύτως]] [[τρικαλίνδητος]], Ἐτυμ. Μέγ. 766, 22, ἐν λ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[τρικαλίνδητος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει περιστραφεί [[τρεις]] φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυλίνδομαι</i> / <i>κυλινδοῦμαι</i> «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A thrice-rolled, gloss on τρικαλίνδητος, EM766.22, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκῠλίνδητος: -ον, ὁ τρὶς κυλινδηθείς· ὡσαύτως τρικαλίνδητος, Ἐτυμ. Μέγ. 766, 22, ἐν λ.
Greek Monolingual
και τρικαλίνδητος, -ον, Α
αυτός που έχει περιστραφεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κυλίνδομαι / κυλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»].