δυσπροσήγορος: Difference between revisions
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
(6_18) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσπροσήγορος''': -ον, ὃν δυσκόλως δύναται νὰ προσαγορεύσῃ τις, [[ἀποκρουστικός]], [[ἀκοινώνητος]], [[Πολυδ]]. Α΄, 42. ― Ἐπίρρ. -ως, ὁ αὐτ. Ε΄, 139. | |lstext='''δυσπροσήγορος''': -ον, ὃν δυσκόλως δύναται νὰ προσαγορεύσῃ τις, [[ἀποκρουστικός]], [[ἀκοινώνητος]], [[Πολυδ]]. Α΄, 42. ― Ἐπίρρ. -ως, ὁ αὐτ. Ε΄, 139. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de pers. [[difícil de abordar]], [[con quien es difícil hablar]] de Tarquinio, D.C.11.6, cf. Poll.1.42.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de modo hostil]], [[intratable]] Poll.5.139. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to speak with, repulsive, D.C.Fr.11.6, Poll.1.42. Adv. -ρως Id.5.139.
German (Pape)
[Seite 688] schwer anzureden, unfreundlich; καὶ δυσπρόσοδος D. Sic. 34, 4; Poll. 1, 42.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπροσήγορος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναται νὰ προσαγορεύσῃ τις, ἀποκρουστικός, ἀκοινώνητος, Πολυδ. Α΄, 42. ― Ἐπίρρ. -ως, ὁ αὐτ. Ε΄, 139.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. difícil de abordar, con quien es difícil hablar de Tarquinio, D.C.11.6, cf. Poll.1.42.
2 adv. -ως de modo hostil, intratable Poll.5.139.