δυσπροσήγορος
From LSJ
English (LSJ)
δυσπροσήγορον, hard to speak with, repulsive, D.C.Fr.11.6, Poll.1.42. Adv. δυσπροσηγόρως Id.5.139.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. difícil de abordar, con quien es difícil hablar de Tarquinio, D.C.11.6, cf. Poll.1.42.
2 adv. -ως de modo hostil, intratable Poll.5.139.
German (Pape)
[Seite 688] schwer anzureden, unfreundlich; καὶ δυσπρόσοδος D. Sic. 34, 4; Poll. 1, 42.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπροσήγορος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναται νὰ προσαγορεύσῃ τις, ἀποκρουστικός, ἀκοινώνητος, Πολυδ. Α΄, 42. ― Ἐπίρρ. -ως, ὁ αὐτ. Ε΄, 139.