κολπίτης: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(6_19) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολπίτης''': -ου, ὁ, [[κάτοικος]] κόλπου, Φιλόστρ. 126, 254. | |lstext='''κολπίτης''': -ου, ὁ, [[κάτοικος]] κόλπου, Φιλόστρ. 126, 254. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κολπίτης]], ὁ (Α) [[κόλπος]]<br />αυτός που κατοικεί [[κοντά]] σε θαλάσσιο [[κόλπο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A dwelling on a bay, Philostr.VA3.35, 6.16.
German (Pape)
[Seite 1475] ὁ, der Anwohner eines Meerbusens, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
κολπίτης: -ου, ὁ, κάτοικος κόλπου, Φιλόστρ. 126, 254.
Greek Monolingual
κολπίτης, ὁ (Α) κόλπος
αυτός που κατοικεί κοντά σε θαλάσσιο κόλπο.