ἀνήνωρ: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνήνωρ''': -ορος, ὁ, ([[ἀνήρ]]) [[ἄνανδρος]], [[δειλός]], Ὀδ. Κ. 301· ἀνὴρ [[ἀνήνωρ]], ἀνὴρ [[ἄνευ]] ἀνδρότητος, [[ἀνίκανος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751. ΙΙ. ἄτεκνος, «[[ἀνήνωρ]]· ᾧ (ἄρσενα;) τέκνα οὐ γίνεται, ἄτεκνος» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀνήνωρ''': -ορος, ὁ, ([[ἀνήρ]]) [[ἄνανδρος]], [[δειλός]], Ὀδ. Κ. 301· ἀνὴρ [[ἀνήνωρ]], ἀνὴρ [[ἄνευ]] ἀνδρότητος, [[ἀνίκανος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751. ΙΙ. ἄτεκνος, «[[ἀνήνωρ]]· ᾧ (ἄρσενα;) τέκνα οὐ γίνεται, ἄτεκνος» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui n’est pas un homme, lâche.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀνήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A unmanly, Od.10.301; ἀνὴρ ἀνήνωρ a man of no manhood, Hes.Op.751. II childless, Hsch.
German (Pape)
[Seite 229] ορος (ἀνήρ), unmännlich, feig, Od. 10, 301. 341; ἀνὴρ ἀνήνωρ, ein Mann ohne Mannskraft, Hes. O. 749. Vgl. E. M. 108, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήνωρ: -ορος, ὁ, (ἀνήρ) ἄνανδρος, δειλός, Ὀδ. Κ. 301· ἀνὴρ ἀνήνωρ, ἀνὴρ ἄνευ ἀνδρότητος, ἀνίκανος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751. ΙΙ. ἄτεκνος, «ἀνήνωρ· ᾧ (ἄρσενα;) τέκνα οὐ γίνεται, ἄτεκνος» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
qui n’est pas un homme, lâche.
Étymologie: ἀ, ἀνήρ.