Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατακρώζω: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακρώζω''': φωνάζω δυνατὰ ὡς οἱ κόρακες, διὰ τῶν κρωγμῶν [[καταβάλλω]] ἢ ἐνοχλῶ, μίσει σφε κατ. κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· καὶ [[μετὰ]] γεν., [[μήποτε]] κατακρώξωσιν [[αὐτοῦ]] ψόφοι Εὐστ.
|lstext='''κατακρώζω''': φωνάζω δυνατὰ ὡς οἱ κόρακες, διὰ τῶν κρωγμῶν [[καταβάλλω]] ἢ ἐνοχλῶ, μίσει σφε κατ. κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· καὶ [[μετὰ]] γεν., [[μήποτε]] κατακρώξωσιν [[αὐτοῦ]] ψόφοι Εὐστ.
}}
{{bailly
|btext=croasser contre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρώζω]].
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρώζω Medium diacritics: κατακρώζω Low diacritics: κατακρώζω Capitals: ΚΑΤΑΚΡΩΖΩ
Transliteration A: katakrṓzō Transliteration B: katakrōzō Transliteration C: katakrozo Beta Code: katakrw/zw

English (LSJ)

   A croak at, croak down, like jackdaws, μίσει σφε κ. κολοιοί Ar.Eq.1020.

German (Pape)

[Seite 1357] (s. κρώζω), gegen Einen ankrächzen; πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί Ar. Equ. 1020; auch τινός, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρώζω: φωνάζω δυνατὰ ὡς οἱ κόρακες, διὰ τῶν κρωγμῶν καταβάλλω ἢ ἐνοχλῶ, μίσει σφε κατ. κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· καὶ μετὰ γεν., μήποτε κατακρώξωσιν αὐτοῦ ψόφοι Εὐστ.

French (Bailly abrégé)

croasser contre, acc..
Étymologie: κατά, κρώζω.