Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στῴδιον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6_22)
(4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''στῴδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στοιά]], [[στοά]], Διογ. Λ. 5. 51, Ἐτυμολ. Μέγ. 486. 20., 550. 6· φέρεται στωίδιον ἐν τῇ Ἀρχ. Μαθ. 9Α· ([[ὅπερ]] ἐν παλαιοτέρᾳ Ἑλληνικῇ θὰ ἦτο στοίδιον), ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 88.
|lstext='''στῴδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στοιά]], [[στοά]], Διογ. Λ. 5. 51, Ἐτυμολ. Μέγ. 486. 20., 550. 6· φέρεται στωίδιον ἐν τῇ Ἀρχ. Μαθ. 9Α· ([[ὅπερ]] ἐν παλαιοτέρᾳ Ἑλληνικῇ θὰ ἦτο στοίδιον), ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 88.
}}
{{elru
|elrutext='''στῴδιον:''' и [[στωΐδιον]] (ῐδ) τό небольшой портик, небольшая крытая галерея Diog. L.
}}
}}

Revision as of 14:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 960] τό, dim. von στοά; Philem. lex. 93 p. 67; E. M.

Greek (Liddell-Scott)

στῴδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στοιά, στοά, Διογ. Λ. 5. 51, Ἐτυμολ. Μέγ. 486. 20., 550. 6· φέρεται στωίδιον ἐν τῇ Ἀρχ. Μαθ. 9Α· (ὅπερ ἐν παλαιοτέρᾳ Ἑλληνικῇ θὰ ἦτο στοίδιον), ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 88.

Russian (Dvoretsky)

στῴδιον: и στωΐδιον (ῐδ) τό небольшой портик, небольшая крытая галерея Diog. L.