Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σχόλιον: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχόλιον''': τό, ([[σχολή]] ΙΙ) [[ἐξήγησις]], [[ἑρμηνεία]], Κικ. πρ. Ἀττ. 16. 7. 3· σχόλια λέγειν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 6· [[μάλιστα]] [[σύντομος]] [[σημείωσις]] ἑρμηνευτική, ὡς καὶ νῦν, σχόλια συναγείρων Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 23· σχ. τινος ἢ εἴς τι, εἰς [[βιβλίον]] τι, εἴς τινα συγγραφέα, Σχόλ. ΙΙ. μακρὸς σχοινοτενὴς [[λόγος]], [[ἀνάγνωσμα]], [[διδασκαλία]], Φωτ., Ἡσύχ.
|lstext='''σχόλιον''': τό, ([[σχολή]] ΙΙ) [[ἐξήγησις]], [[ἑρμηνεία]], Κικ. πρ. Ἀττ. 16. 7. 3· σχόλια λέγειν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 6· [[μάλιστα]] [[σύντομος]] [[σημείωσις]] ἑρμηνευτική, ὡς καὶ νῦν, σχόλια συναγείρων Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 23· σχ. τινος ἢ εἴς τι, εἰς [[βιβλίον]] τι, εἴς τινα συγγραφέα, Σχόλ. ΙΙ. μακρὸς σχοινοτενὴς [[λόγος]], [[ἀνάγνωσμα]], [[διδασκαλία]], Φωτ., Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />explication, commentaire, scholie.<br />'''Étymologie:''' [[σχολή]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχόλιον Medium diacritics: σχόλιον Low diacritics: σχόλιον Capitals: ΣΧΟΛΙΟΝ
Transliteration A: schólion Transliteration B: scholion Transliteration C: scholion Beta Code: sxo/lion

English (LSJ)

τό, (

   A σχολή 11) interpretation, comment, Cic.Att.16.7.3; σχόλια λέγειν Arr.Epict.3.21.6; esp. short note, scholium, Gal.18(2).847, etc.; σχόλια συναγείρων Luc.Vit.Auct.23, cf. Porph.Plot.3; σ. εἴς τι on a book, Marin.Procl.27.    II tedious speech, lecture, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1058] τό, Scholion, Auslegung, Erklärung, dergleichen zuerst für Schulen od. Lernende über alte Schriftsteller geschrieben wurden; zuerst bei Cic. Att. 16, 7; Luc. σχόλια συναγείρων, Vit. auct. 23; die VLL. erkl. es auch durch σεμνολόγημα.

Greek (Liddell-Scott)

σχόλιον: τό, (σχολή ΙΙ) ἐξήγησις, ἑρμηνεία, Κικ. πρ. Ἀττ. 16. 7. 3· σχόλια λέγειν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 6· μάλιστα σύντομος σημείωσις ἑρμηνευτική, ὡς καὶ νῦν, σχόλια συναγείρων Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 23· σχ. τινος ἢ εἴς τι, εἰς βιβλίον τι, εἴς τινα συγγραφέα, Σχόλ. ΙΙ. μακρὸς σχοινοτενὴς λόγος, ἀνάγνωσμα, διδασκαλία, Φωτ., Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
explication, commentaire, scholie.
Étymologie: σχολή.