σεμνολόγημα
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
-ατος, τό, = σεμνολογία (boasting, impressiveness),
A pride, S.E.P.3.201.
II anything that one may be proud of, τὰ πάτρια σ. D.C.50.27, cf. Him.Ecl.16.1.
German (Pape)
[Seite 871] τό, würdevolle, feierliche, ernsthafte od. vornehme Rede, ein Gegenstand, mit dem man prahlen, worauf man stolz sein kann; Sp., wie S. Emp. pyrrh. 3, 201; D. Cass. 50, 27; s. B. A. 468.
Russian (Dvoretsky)
σεμνολόγημα: ατος τό предмет гордости, гордость Sext.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνολόγημα: τό, = τῷ ἑπομ., ὑπερηφανία, σέμνωμα, «καμάρι», Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 201. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα περὶ οὗ ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ καυχηθῇ, Δίων Κ. 50. 27.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α σεμνολογῶ
1. υπερηφάνεια, καμάρι
2. καθετί για το οποίο μπορεί κανείς να καυχηθεί.