κοινόπλοος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοινόπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, -ουν, [[κοινῇ]] μετά τινος [[πλέων]], σύμπλους, συνταξειδιώτης, ναὸς κοινόπλους [[ὁμιλία]], δηλ. οἱ συνταξειδιῶται, Σοφ. Αἴ. 872.
|lstext='''κοινόπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, -ουν, [[κοινῇ]] μετά τινος [[πλέων]], σύμπλους, συνταξειδιώτης, ναὸς κοινόπλους [[ὁμιλία]], δηλ. οἱ συνταξειδιῶται, Σοφ. Αἴ. 872.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />qui navigue en commun.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[πλέω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινόπλοος Medium diacritics: κοινόπλοος Low diacritics: κοινόπλοος Capitals: ΚΟΙΝΟΠΛΟΟΣ
Transliteration A: koinóploos Transliteration B: koinoploos Transliteration C: koinoploos Beta Code: koino/ploos

English (LSJ)

ον, contr. κοινό-πλους, ουν,

   A sailing in common, ναὸς κ. ὁμιλία, i.e. shipmates, S.Aj.872.

German (Pape)

[Seite 1468] zsgzgn -πλους, gemeinsam zu Schiffe fahrend, ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν κλύεις Soph. Ai. 859, die Schiffsgenossenschaft.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, -ουν, κοινῇ μετά τινος πλέων, σύμπλους, συνταξειδιώτης, ναὸς κοινόπλους ὁμιλία, δηλ. οἱ συνταξειδιῶται, Σοφ. Αἴ. 872.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui navigue en commun.
Étymologie: κοινός, πλέω.