παίπαλον: Difference between revisions

From LSJ

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source
(6_21)
(30)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παίπᾰλον''': τό, [[ὄνομα]] οὐσιαστ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[παιπαλόεις]], παίπαλά τε κρημνούς τε, ἀπότομα μέρη καὶ κρ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 194, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 261.
|lstext='''παίπᾰλον''': τό, [[ὄνομα]] οὐσιαστ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[παιπαλόεις]], παίπαλά τε κρημνούς τε, ἀπότομα μέρη καὶ κρ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 194, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 261.
}}
{{grml
|mltxt=[[παίπαλον]], τὸ (Α)<br />απότομο, δύσβατο [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το επίθ. [[παιπαλόεις]] «[[τραχύς]], [[απότομος]]» (<b>βλ. λ.</b> [[παιπάλη]])].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίπᾰλον Medium diacritics: παίπαλον Low diacritics: παίπαλον Capitals: ΠΑΙΠΑΛΟΝ
Transliteration A: paípalon Transliteration B: paipalon Transliteration C: paipalon Beta Code: pai/palon

English (LSJ)

τό, παίπαλά τε κρημνούς τε

   A steeps and crags, Call. Dian.194, cf. Sch.Ar.Nu.260.

Greek (Liddell-Scott)

παίπᾰλον: τό, ὄνομα οὐσιαστ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ παιπαλόεις, παίπαλά τε κρημνούς τε, ἀπότομα μέρη καὶ κρ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 194, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 261.

Greek Monolingual

παίπαλον, τὸ (Α)
απότομο, δύσβατο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίθ. παιπαλόεις «τραχύς, απότομος» (βλ. λ. παιπάλη)].