ἐνεδρευτής: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(6_19)
(big3_14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεδρευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐνεδρεύων, παγιδεύων, κακὰ μηχανώμενος, [[δόλιος]], Σύμμ. Βασιλ. Α΄, ΚΒ΄, 8, Πτολεμ. Τετράβ. 159 κλ.
|lstext='''ἐνεδρευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐνεδρεύων, παγιδεύων, κακὰ μηχανώμενος, [[δόλιος]], Σύμμ. Βασιλ. Α΄, ΚΒ΄, 8, Πτολεμ. Τετράβ. 159 κλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[agazapado]], [[emboscado]] subst. οἱ ἐνεδρευταί [[tropa preparada para las emboscadas]], [[grupo de hombres emboscados]] οὐκ ἀγνοεῖς ... τίς ὁ κατάσκοπος, τίνες οἱ ἐνεδρευταί, τίνες οἱ σφενδονῆται Gr.Nyss.<i>Hom.in Eccl</i>.429.13, ἐνεδρευταὶ καὶ λῃσταὶ γῆν διενοχλοῦσι καὶ θάλασσαν Gr.Nyss.<i>Usur</i>.206.3, cf. glos. a λοχίτης, a ὁδοιδόκος, a ὁδουρός Hsch., glos. a κακοῦργοι Sud.<br /><b class="num">•</b>[[enemigo]] Sm.1<i>Re</i>.22.8.<br /><b class="num">2</b> [[intrigante]], [[insidioso]] ποιεῖ ... φιλοθορύβους, δολίους, ἐνεδρευτάς Ptol.<i>Tetr</i>.3.14.14, cf. Vett.Val.388.10, Heph.Astr.2.15.12<br /><b class="num">•</b>[[persona que tiende trampas]], [[acechador]] c. gen. ὦ πρεσβύται μιαροὶ ... σωφροσύνης ἐνεδρευταί Ast.Am.<i>Hom</i>.6.3.2.
}}
}}

Revision as of 12:29, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεδρευτής Medium diacritics: ἐνεδρευτής Low diacritics: ενεδρευτής Capitals: ΕΝΕΔΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: enedreutḗs Transliteration B: enedreutēs Transliteration C: enedreftis Beta Code: e)nedreuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A ensnarer, plotter, Sm.1 Ki.22.8, Ptol.Tetr.159.

German (Pape)

[Seite 836] ὁ, der Nachsteller, der im Hinterhalt liegt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεδρευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐνεδρεύων, παγιδεύων, κακὰ μηχανώμενος, δόλιος, Σύμμ. Βασιλ. Α΄, ΚΒ΄, 8, Πτολεμ. Τετράβ. 159 κλ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 agazapado, emboscado subst. οἱ ἐνεδρευταί tropa preparada para las emboscadas, grupo de hombres emboscados οὐκ ἀγνοεῖς ... τίς ὁ κατάσκοπος, τίνες οἱ ἐνεδρευταί, τίνες οἱ σφενδονῆται Gr.Nyss.Hom.in Eccl.429.13, ἐνεδρευταὶ καὶ λῃσταὶ γῆν διενοχλοῦσι καὶ θάλασσαν Gr.Nyss.Usur.206.3, cf. glos. a λοχίτης, a ὁδοιδόκος, a ὁδουρός Hsch., glos. a κακοῦργοι Sud.
enemigo Sm.1Re.22.8.
2 intrigante, insidioso ποιεῖ ... φιλοθορύβους, δολίους, ἐνεδρευτάς Ptol.Tetr.3.14.14, cf. Vett.Val.388.10, Heph.Astr.2.15.12
persona que tiende trampas, acechador c. gen. ὦ πρεσβύται μιαροὶ ... σωφροσύνης ἐνεδρευταί Ast.Am.Hom.6.3.2.