μηχανητής: Difference between revisions
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
(6_19) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηχᾰνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ μηχανώμενος, ἐπινοῶν τεχνάσματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 850. | |lstext='''μηχᾰνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ μηχανώμενος, ἐπινοῶν τεχνάσματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 850. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μηχανητής]], ὁ (ΑΜ) [[μηχανώμαι]]<br />αυτός που επινοεί ή εφευρίσκει πολεμικές μηχανές. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A deviser of engines of war, of Artemon, Sch.Ar.Ach.850.
German (Pape)
[Seite 181] ὁ, der Maschinen, Kunstgriffe braucht, Schol. Ar. Ach. 850.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνητής: -οῦ, ὁ, ὁ μηχανώμενος, ἐπινοῶν τεχνάσματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 850.
Greek Monolingual
μηχανητής, ὁ (ΑΜ) μηχανώμαι
αυτός που επινοεί ή εφευρίσκει πολεμικές μηχανές.