ὀρθοχαίτης: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_19) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθοχαίτης''': -ου, ὁ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[φριξολόφος]]. Ἡσύχ. | |lstext='''ὀρθοχαίτης''': -ου, ὁ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[φριξολόφος]]. Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρθοχαίτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει υψωμένη τη [[χαίτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίτη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευρυ</i>-<i>χαίτης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with hair standing on end, Str.15.1.57; gloss on φριξολόφος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 376] ὁ, mit grade emporgesträubten Haaren, Hesych. erkl. ὀρθόλοφος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοχαίτης: -ου, ὁ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ φριξολόφος. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀρθοχαίτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει υψωμένη τη χαίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. ευρυ-χαίτης].