πιπώ: Difference between revisions
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
(6_20) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῑπώ''': -οῦς, ἡ, ὁ [[δρυοκολάπτης]], picus viridis major et minor, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 7., 9. 1, 17 καὶ 21, κ. ἀλλ., Λυκόφρ. 476. | |lstext='''πῑπώ''': -οῦς, ἡ, ὁ [[δρυοκολάπτης]], picus viridis major et minor, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 7., 9. 1, 17 καὶ 21, κ. ἀλλ., Λυκόφρ. 476. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-οῡς, ἡ, Α<br />[[δρυοκολάπτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>pippak</i><i>ā</i> (<b>πρβλ.</b> [[πιπίζω]] [Ι], [[πίφιγξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦς, ἡ,
A woodpecker, Picus major and minor, Arist.HA593a4, al. (cf. πίπρα, πῖπος), Lyc.476, Nic.Fr.54, prob. in Antim.Col.4P.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, eine Art Baumhacker, Hesych. v. π ίπ ος u. πίπρα.
Greek (Liddell-Scott)
πῑπώ: -οῦς, ἡ, ὁ δρυοκολάπτης, picus viridis major et minor, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 7., 9. 1, 17 καὶ 21, κ. ἀλλ., Λυκόφρ. 476.
Greek Monolingual
-οῡς, ἡ, Α
δρυοκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το αρχ. ινδ. pippakā (πρβλ. πιπίζω [Ι], πίφιγξ)].