ἔκπλεος: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκπλεος''': ποιητ. ἔκπλειος, α, ον, Ἀττ. [[ἔκπλεως]], ων· ― ἐντελῶς [[πλήρης]] πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν., δαιτός, βορᾶς Εὐρ. Κύκλ. 247, 416. 2) [[πλήρης]], «[[σωστός]]», ἐπὶ ἀριθμοῦ στρατιωτῶν, ἱππεῖς ἔκπλεω... εἰς τοὺς μυρίους Ξεν. Κύρ. 6. 2, 7· [[ἄφθονος]], [[πολύς]], [[αὐτόθι]] 1. 6, 7.
|lstext='''ἔκπλεος''': ποιητ. ἔκπλειος, α, ον, Ἀττ. [[ἔκπλεως]], ων· ― ἐντελῶς [[πλήρης]] πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν., δαιτός, βορᾶς Εὐρ. Κύκλ. 247, 416. 2) [[πλήρης]], «[[σωστός]]», ἐπὶ ἀριθμοῦ στρατιωτῶν, ἱππεῖς ἔκπλεω... εἰς τοὺς μυρίους Ξεν. Κύρ. 6. 2, 7· [[ἄφθονος]], [[πολύς]], [[αὐτόθι]] 1. 6, 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἔκπλεως]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπλεος Medium diacritics: ἔκπλεος Low diacritics: έκπλεος Capitals: ΕΚΠΛΕΟΣ
Transliteration A: ékpleos Transliteration B: ekpleos Transliteration C: ekpleos Beta Code: e)/kpleos

English (LSJ)

ον neut. pl.

   A ἔκπλεα D.C.38.20 : poet.ἔκπλειος, α, ον : Att. ἔκπλεως, ων :—quite full of a thing, c. gen., δαιτός, βορᾶς, E.Cyc.247, 416.    2 complete, εὖρος τρίγυον Tab.Heracl.2.31 ; of a number of soldiers, ἱππεῖς ἔκπλεῳ..εἰς τοὺς μυρίους X.Cyr.6.2.7 ; abundant, copious, ἐπιτήδεια ib.1.6.7, cf. D.C. l.c.

German (Pape)

[Seite 773] α, ον, att. ἔκπλεως, ων, aus-, angefüllt, voll von Etwas, τινός, δαιτός, βορᾶς, Eur. Cycl. 247. 416; vollständig, hinreichend, μισθός, ἐπιτήδεια, Xen. An. 7, 5, 9 Hell. 3, 2, 11; ἱππεῖς ἔκπλεῳ ἦσαν εἰς μυρίους, vollzählig, Cyr. 6, 2, 7; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπλεος: ποιητ. ἔκπλειος, α, ον, Ἀττ. ἔκπλεως, ων· ― ἐντελῶς πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., δαιτός, βορᾶς Εὐρ. Κύκλ. 247, 416. 2) πλήρης, «σωστός», ἐπὶ ἀριθμοῦ στρατιωτῶν, ἱππεῖς ἔκπλεω... εἰς τοὺς μυρίους Ξεν. Κύρ. 6. 2, 7· ἄφθονος, πολύς, αὐτόθι 1. 6, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἔκπλεως.