στερεόω: Difference between revisions

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶνevery man in love is compliant

Source
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στερεόω''': ποιῶ τι στερεὸν ἢ σταθερόν, τοὺς πόδας Ξεν. Ἱππ. 4, 3, πρβλ. 5. - Παθητ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 2. 2) στερεώνω, ἰσχυρὸν ποιῶ, [[ἐνισχύω]], τινα Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 16. - Παθ., [[γίνομαι]] [[ἰσχυρός]], Ξεν. Κύρ. 8. 8, 8, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 7· μεταφορ., στερεώνομαι, ἱδρύομαι σταθερῶς, βεβαιοῦμαι, Διόδ. 17. 57, Ἑβδ.
|lstext='''στερεόω''': ποιῶ τι στερεὸν ἢ σταθερόν, τοὺς πόδας Ξεν. Ἱππ. 4, 3, πρβλ. 5. - Παθητ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 2. 2) στερεώνω, ἰσχυρὸν ποιῶ, [[ἐνισχύω]], τινα Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 16. - Παθ., [[γίνομαι]] [[ἰσχυρός]], Ξεν. Κύρ. 8. 8, 8, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 7· μεταφορ., στερεώνομαι, ἱδρύομαι σταθερῶς, βεβαιοῦμαι, Διόδ. 17. 57, Ἑβδ.
}}
{{bailly
|btext=-εῶ;<br />fortifier ; <i>Pass.</i> devenir fort.<br />'''Étymologie:''' [[στερεός]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεόω Medium diacritics: στερεόω Low diacritics: στερεόω Capitals: ΣΤΕΡΕΟΩ
Transliteration A: stereóō Transliteration B: stereoō Transliteration C: stereoo Beta Code: stereo/w

English (LSJ)

   A make firm or solid, τοὺς πόδας X.Eq.4.3, cf. 5; τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων LXX Ps.135(136).6; τὸν οὐρανόν ib.Is.45.12:—Pass., Hp.Vict.1.9, Arist.GA735b2.    2 strengthen, τοῦτον Act.Ap.3.16; confirm, κρίσιν LXX Si.3.2:—Pass., to be made strong, X.Cyr.8.8.8, Act.Ap.3.7: metaph., to be firmly established, confirmed, LXX 1 Ki.2.1, al., D.S.15.57.

German (Pape)

[Seite 937] hart, fest, dicht machen; Xen. equit. 4, 3; – med., βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρώτων τὰ σώματα στερεοῦσθαι, sich abhärten, Cyr. 8, 8, 8.

Greek (Liddell-Scott)

στερεόω: ποιῶ τι στερεὸν ἢ σταθερόν, τοὺς πόδας Ξεν. Ἱππ. 4, 3, πρβλ. 5. - Παθητ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 2. 2) στερεώνω, ἰσχυρὸν ποιῶ, ἐνισχύω, τινα Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 16. - Παθ., γίνομαι ἰσχυρός, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 8, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 7· μεταφορ., στερεώνομαι, ἱδρύομαι σταθερῶς, βεβαιοῦμαι, Διόδ. 17. 57, Ἑβδ.

French (Bailly abrégé)

-εῶ;
fortifier ; Pass. devenir fort.
Étymologie: στερεός.