ὑπερδικέω: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερδῐκέω''': συνηγορῶ ὑπέρ τινος, ἐνεργῶ ὡς [[συνήγορος]], τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδ. 86 Ε· ὑπ’ τὸ φεύγειν τινός Αἰσχύλ. Εὐμ. 652· ὑπ’ ὑπέρ τινος Δίων Κάσσ. 38. 10· ἀπολ., Πλούτ. 2. 694Ε, [[Πολυδ]]. | |lstext='''ὑπερδῐκέω''': συνηγορῶ ὑπέρ τινος, ἐνεργῶ ὡς [[συνήγορος]], τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδ. 86 Ε· ὑπ’ τὸ φεύγειν τινός Αἰσχύλ. Εὐμ. 652· ὑπ’ ὑπέρ τινος Δίων Κάσσ. 38. 10· ἀπολ., Πλούτ. 2. 694Ε, [[Πολυδ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />défendre en justice, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[δίκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
Boeot. ὁπερδικίω (q. v.),
A plead for, act as advocate for, τοῦ λόγου Pl.Phd.86e; τὸ φεύγειν τοῦδ' ὑπερδικεῖς advocatest acquittal for him, A.Eu.652; ὑ. ὑπέρ τινος D.C. 38.10: abs., Plu.2.694e.
German (Pape)
[Seite 1194] vor Gericht für Einen sprechen, ihn vertheidigen; πῶς γὰρ τὸ φεύγειν τοῦδ' ὑπερδικεῖς Aesch. Eum. 622; τοῦ λόγου Plat. Phaed. 86 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερδῐκέω: συνηγορῶ ὑπέρ τινος, ἐνεργῶ ὡς συνήγορος, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδ. 86 Ε· ὑπ’ τὸ φεύγειν τινός Αἰσχύλ. Εὐμ. 652· ὑπ’ ὑπέρ τινος Δίων Κάσσ. 38. 10· ἀπολ., Πλούτ. 2. 694Ε, Πολυδ.