ἤγουν: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἤγουν''': σύνδεσμ. (ἤ γε οὖν) = [[δηλαδή]], ἢ [[μᾶλλον]]..., χρησιμεύων [[ὅπως]] ὁρίσῃ λέξιν τινὰ ὀρθότερον, κακὰ πάντα, [[ἤγουν]] τήν τε ἀπεψίην καὶ..., Ἱππ. 404. 46· διὰ ξηρότητα, [[ἤγουν]] χαυνότητα, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11.
|lstext='''ἤγουν''': σύνδεσμ. (ἤ γε οὖν) = [[δηλαδή]], ἢ [[μᾶλλον]]..., χρησιμεύων [[ὅπως]] ὁρίσῃ λέξιν τινὰ ὀρθότερον, κακὰ πάντα, [[ἤγουν]] τήν τε ἀπεψίην καὶ..., Ἱππ. 404. 46· διὰ ξηρότητα, [[ἤγουν]] χαυνότητα, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>conj.</i><br />ou, ou bien, ou peut-être, c’est-à-dire.<br />'''Étymologie:''' ἤ, [[γοῦν]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤγουν Medium diacritics: ἤγουν Low diacritics: ήγουν Capitals: ΗΓΟΥΝ
Transliteration A: ḗgoun Transliteration B: ēgoun Transliteration C: igoun Beta Code: h)/goun

English (LSJ)

Conj., (ἤ γε οὖν)

   A that is to say, or rather, to define a word more correctly, freq. in glosses, cf. Eust.50.15, Lyd.Mens.4.23, etc.: sts. introduced into the text, κακὰ πάντα [ἤγουν τήν τε ἀπεψίην] καί . . Hp.Acut. (Sp.) 49 (ii 491 L.); διὰ ξηρότητα [ἤγουν χαυνότητα] τῆς γῆς X.Oec.19.11: in late Prose, or at any rate, PMasp.328 i 20 (vi A.D.), al.: generally, or, POxy.941.5 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1152] d. i. ἤ γε οὖν, oder wenigstens, oder eigentlich; Hippocr.; διὰ ξηρότητα ἤγουν χαυνότητα τῆς γῆς Xen. Oec. 19, 11; so bes. bei Schol. u. Gramm. in Worterklärungen, "das ist", "das heißt", "nämlich".

Greek (Liddell-Scott)

ἤγουν: σύνδεσμ. (ἤ γε οὖν) = δηλαδή, ἢ μᾶλλον..., χρησιμεύων ὅπως ὁρίσῃ λέξιν τινὰ ὀρθότερον, κακὰ πάντα, ἤγουν τήν τε ἀπεψίην καὶ..., Ἱππ. 404. 46· διὰ ξηρότητα, ἤγουν χαυνότητα, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11.

French (Bailly abrégé)

conj.
ou, ou bien, ou peut-être, c’est-à-dire.
Étymologie: ἤ, γοῦν.