κόπρανα: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(6_21) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόπρᾰνα''': τά, περιττώματα, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 970, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 5. | |lstext='''κόπρᾰνα''': τά, περιττώματα, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 970, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τα (ΑM [[κόπρανα]])<br />τα [[στερεά]] άχρηστα προϊόντα της πέψης που αποβάλλονται διά μέσου του πρωκτού, τα περιττώματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αν</i>-<i>ον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έδρ</i>-<i>αν</i>-<i>ον</i>, <i>κόπ</i>-<i>αν</i>-<i>ον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
τά,
A excrements, Hp.Epid.1.26.β, Aret.SA2.5.
Greek (Liddell-Scott)
κόπρᾰνα: τά, περιττώματα, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 970, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 5.
Greek Monolingual
τα (ΑM κόπρανα)
τα στερεά άχρηστα προϊόντα της πέψης που αποβάλλονται διά μέσου του πρωκτού, τα περιττώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + επίθημα -αν-ον (πρβλ. έδρ-αν-ον, κόπ-αν-ον)].