ἀπάτερθε: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπάτερθε''': πρὸ συμφώνου, πρὸ δὲ φωνήεντος -θεν, ἐπίρρ., [[χωρίς]], χωριστά, [[μακράν]], ἀπ. δὲ θωρήσσοντο Ἰλ. Β. 587, πρβλ. Θέογν. 1059, Πινδ. Ο. 7. 137. ΙΙ. ὡς πρόθεσ. [[μετὰ]] γεν., μακρὰν ἀπὸ.., ἀπάτερθεν ὁμίλου Ἰλ. Ε. 445, πρβλ. Θέογν. 1153· γόων ἀπ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 562. | |lstext='''ἀπάτερθε''': πρὸ συμφώνου, πρὸ δὲ φωνήεντος -θεν, ἐπίρρ., [[χωρίς]], χωριστά, [[μακράν]], ἀπ. δὲ θωρήσσοντο Ἰλ. Β. 587, πρβλ. Θέογν. 1059, Πινδ. Ο. 7. 137. ΙΙ. ὡς πρόθεσ. [[μετὰ]] γεν., μακρὰν ἀπὸ.., ἀπάτερθεν ὁμίλου Ἰλ. Ε. 445, πρβλ. Θέογν. 1153· γόων ἀπ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 562. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[ἀπάτερθεν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
[πᾰ], before a vowel ἀπάσχολ-θεν, Adv.
A apart, aloof, ἀ. δὲ θωρήσσοντο Il.2.587, cf. Thgn.1059, Pi.O.7.74. II as Prep. c.gen., far away from, ἀπάτερθεν ὁμίλου Il.5.445, cf. Thgn.1153; γόων ἀ. IG14.2123.
German (Pape)
[Seite 281] vor Vokalen ἀπάτερθεν, abgesondert, ganz gesondert, wie ἄτερθε, absolut Hom. Iliad. 2, 587. 18, 217; c. gen. 5, 445 ἀπάτερθεν ὁμίλου θῆκεν; ἔχω Pind. Ol. 7, 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάτερθε: πρὸ συμφώνου, πρὸ δὲ φωνήεντος -θεν, ἐπίρρ., χωρίς, χωριστά, μακράν, ἀπ. δὲ θωρήσσοντο Ἰλ. Β. 587, πρβλ. Θέογν. 1059, Πινδ. Ο. 7. 137. ΙΙ. ὡς πρόθεσ. μετὰ γεν., μακρὰν ἀπὸ.., ἀπάτερθεν ὁμίλου Ἰλ. Ε. 445, πρβλ. Θέογν. 1153· γόων ἀπ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 562.
French (Bailly abrégé)
c. ἀπάτερθεν.