ἐναντίωμα: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐναντίωμα''': τό, πᾶν τὸ ἐναντιούμενον, ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], Θουκ. 4. 69, Δημ. 328. 7· ἐχθροῖς ἐναντιώματα, [[ἀντίστασις]] [[ἐναντίον]] αὐτῶν, [[αὐτόθι]] 21· ἐν. [[πρός]] τι Πλουτ. Λύσ. 23. 2) [[ἀντίθεσις]], [[ἀσυμφωνία]], Πλάτ. Πολ. 524Ε, 603D. | |lstext='''ἐναντίωμα''': τό, πᾶν τὸ ἐναντιούμενον, ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], Θουκ. 4. 69, Δημ. 328. 7· ἐχθροῖς ἐναντιώματα, [[ἀντίστασις]] [[ἐναντίον]] αὐτῶν, [[αὐτόθι]] 21· ἐν. [[πρός]] τι Πλουτ. Λύσ. 23. 2) [[ἀντίθεσις]], [[ἀσυμφωνία]], Πλάτ. Πολ. 524Ε, 603D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />opposition.<br />'''Étymologie:''' [[ἐναντιόομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything opposite or opposed, obstacle, hindrance, Th.4.69, D.18.308, Plu.Lys.23; ἐχθροῖς ἐναντιώματα opposition offered to them, D.18.309. 2 incompatibility, Pl. R.524e: pl., conflicting impulses, ib.603d; differences, discrepancies, πρός τι Arist.PA695a18.
German (Pape)
[Seite 827] τό, Widerstand, Hinderniß; Thuc. 4, 69; Plat. Alc. I, 103 a; πρός τι, Plut. Lys. 23; das Gegentheil, der Gegensatz, Plat. Rep. VII, 524 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντίωμα: τό, πᾶν τὸ ἐναντιούμενον, ἐμπόδιον, κώλυμα, Θουκ. 4. 69, Δημ. 328. 7· ἐχθροῖς ἐναντιώματα, ἀντίστασις ἐναντίον αὐτῶν, αὐτόθι 21· ἐν. πρός τι Πλουτ. Λύσ. 23. 2) ἀντίθεσις, ἀσυμφωνία, Πλάτ. Πολ. 524Ε, 603D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
opposition.
Étymologie: ἐναντιόομαι.