διεκπεραίνω: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διεκπεραίνω''': μέλλ -ᾰνῶ, [[φέρω]] τι εἰς [[πέρας]], τελειώνω, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. Ξεν. Οἰκ. 6, 1. - Παθ., πρὶν… [[βίος]] διεκπερανθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 572. | |lstext='''διεκπεραίνω''': μέλλ -ᾰνῶ, [[φέρω]] τι εἰς [[πέρας]], τελειώνω, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. Ξεν. Οἰκ. 6, 1. - Παθ., πρὶν… [[βίος]] διεκπερανθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 572. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=achever entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκπεραίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A go through with, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. X.Oec.6.1:—Pass., πρὶν . . βίος διεκπερανθῇ S.Fr.646.
German (Pape)
[Seite 618] ganz zu Ende bringen, Xen. Oec. 6, 1; ὁ βίος παντελῶς διεξεπεράνθη Soph. frg. 572. S. διεκπεράω.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπεραίνω: μέλλ -ᾰνῶ, φέρω τι εἰς πέρας, τελειώνω, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. Ξεν. Οἰκ. 6, 1. - Παθ., πρὶν… βίος διεκπερανθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 572.