διεκπεραίνω: Difference between revisions

From LSJ
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεκπεραίνω''': μέλλ -ᾰνῶ, [[φέρω]] τι εἰς [[πέρας]], τελειώνω, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. Ξεν. Οἰκ. 6, 1. - Παθ., πρὶν… [[βίος]] διεκπερανθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 572.
|lstext='''διεκπεραίνω''': μέλλ -ᾰνῶ, [[φέρω]] τι εἰς [[πέρας]], τελειώνω, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. Ξεν. Οἰκ. 6, 1. - Παθ., πρὶν… [[βίος]] διεκπερανθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 572.
}}
{{bailly
|btext=achever entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκπεραίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπεραίνω Medium diacritics: διεκπεραίνω Low diacritics: διεκπεραίνω Capitals: ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΝΩ
Transliteration A: diekperaínō Transliteration B: diekperainō Transliteration C: diekperaino Beta Code: diekperai/nw

English (LSJ)

   A go through with, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. X.Oec.6.1:—Pass., πρὶν . . βίος διεκπερανθῇ S.Fr.646.

German (Pape)

[Seite 618] ganz zu Ende bringen, Xen. Oec. 6, 1; ὁ βίος παντελῶς διεξεπεράνθη Soph. frg. 572. S. διεκπεράω.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπεραίνω: μέλλ -ᾰνῶ, φέρω τι εἰς πέρας, τελειώνω, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. Ξεν. Οἰκ. 6, 1. - Παθ., πρὶν… βίος διεκπερανθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 572.

French (Bailly abrégé)

achever entièrement.
Étymologie: διά, ἐκπεραίνω.