ὀχεά: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_23) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχεά''': Ἰωνικ. -ιή, ἡ, = [[χειά]], ὀπή, [[σπήλαιον]], Νικ. Θηρ. 130, Ἄρατ. 1026, Ὀρφ. Ἀργ. 78· [[ὡσαύτως]] ὀχή, Ἄρατ. 956. [Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστ. Κανόν. 102. 30]. | |lstext='''ὀχεά''': Ἰωνικ. -ιή, ἡ, = [[χειά]], ὀπή, [[σπήλαιον]], Νικ. Θηρ. 130, Ἄρατ. 1026, Ὀρφ. Ἀργ. 78· [[ὡσαύτως]] ὀχή, Ἄρατ. 956. [Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστ. Κανόν. 102. 30]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀχεά]], ιων. τ. όχεή, συνηρ. τ. ὀχή, ἡ (Α)<br />οπή, [[σπήλαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνητός όρος της ελληνιστικής εποχής, παρλλ. του τ. [[χειή]] «οπή» (<b>πρβλ.</b> [[ὀκρυόεις]]: [[κρυόεις]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. ὀχ-εή, ἡ,
A = χειά, cave, grot, Arat.1026, Nic.Th.139, Orph. A.79: contr. gen. ὀχῆς Arat.956. [Oxyt. acc. to Theognost. Can. 102.]
German (Pape)
[Seite 428] ἡ, poet. = χειά, Höhle, Nic. Ther. 139.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχεά: Ἰωνικ. -ιή, ἡ, = χειά, ὀπή, σπήλαιον, Νικ. Θηρ. 130, Ἄρατ. 1026, Ὀρφ. Ἀργ. 78· ὡσαύτως ὀχή, Ἄρατ. 956. [Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστ. Κανόν. 102. 30].
Greek Monolingual
ὀχεά, ιων. τ. όχεή, συνηρ. τ. ὀχή, ἡ (Α)
οπή, σπήλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνητός όρος της ελληνιστικής εποχής, παρλλ. του τ. χειή «οπή» (πρβλ. ὀκρυόεις: κρυόεις)].