κυνόμορον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
(6_22)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνόμορον''': τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κυνοσβάτου, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] = [[κυνοκράμβη]], ὁ αὐτ. 13. 138.
|lstext='''κῠνόμορον''': τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κυνοσβάτου, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] = [[κυνοκράμβη]], ὁ αὐτ. 13. 138.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυνόμορον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] της κυνοσβάτου<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] απόκυνο, αλλ. [[κυνοκράμβη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορον</i>].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόμορον Medium diacritics: κυνόμορον Low diacritics: κυνόμορον Capitals: ΚΥΝΟΜΟΡΟΝ
Transliteration A: kynómoron Transliteration B: kynomoron Transliteration C: kynomoron Beta Code: kuno/moron

English (LSJ)

τό,

   A = κυνόσβατος, Gal.12.426; also, = ἀπόκυνον, Id.11.835.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόμορον: τό, ὁ καρπὸς τῆς κυνοσβάτου, Γαλην.· ὡσαύτως = κυνοκράμβη, ὁ αὐτ. 13. 138.

Greek Monolingual

κυνόμορον, τὸ (Α)
1. ο καρπός της κυνοσβάτου
2. το φυτό απόκυνο, αλλ. κυνοκράμβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -μορον].