νίτρωμα: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(6_22) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νίτρωμα''': τό, τὸ [[ἀπόπλυμα]] ῥύπου, Γλωσσ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «χαλέρυπον τὸ ῥύμ(μ)α τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες [[νίτρωμα]] λέγουσι». | |lstext='''νίτρωμα''': τό, τὸ [[ἀπόπλυμα]] ῥύπου, Γλωσσ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «χαλέρυπον τὸ ῥύμ(μ)α τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες [[νίτρωμα]] λέγουσι». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νίτρωμα]], τὸ (Α) [[νιτρώ]]<br /><b>1.</b> [[στακτή]] [[κονία]], [[αλισίβα]] («χαλέρυπον<br />τὸ [[ῥύμμα]] τὸ ἀπὸ τοῡ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες [[νίτρωμα]] λέγουσι», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πιτυρίδα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A lye, PHolm.3.22, Hsch.s.v. χαλέρυπον. 2 scurf, dandruff, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
νίτρωμα: τό, τὸ ἀπόπλυμα ῥύπου, Γλωσσ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «χαλέρυπον τὸ ῥύμ(μ)α τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι».
Greek Monolingual
νίτρωμα, τὸ (Α) νιτρώ
1. στακτή κονία, αλισίβα («χαλέρυπον
τὸ ῥύμμα τὸ ἀπὸ τοῡ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι», Ησύχ.)
2. πιτυρίδα.