πραιτώριον: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πραιτώριον''': τό, = Λατ. Praetorium, ἐν χρήσει παρὰ τῷ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 27· ἡ [[ἐπίσημος]] [[κατοικία]] διοικητοῦ, «διοικητήριον», καὶ ἐν τῇ Ἐπ. πρὸς Φιλ. α΄ 13, λαμβάνεται συνήθως ὡς σημαῖνον τὰ ἀνάκτορα τοῦ Καίσαρος, ἀλλ’ ἐν Ρώμῃ ἡ λ. Praetorium συνήθως ἐσήμαινε Castra Praetoriana, [[ἔπαρχος]] πραιτωρίου, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2596, κ. ἀλλ. | |lstext='''πραιτώριον''': τό, = Λατ. Praetorium, ἐν χρήσει παρὰ τῷ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 27· ἡ [[ἐπίσημος]] [[κατοικία]] διοικητοῦ, «διοικητήριον», καὶ ἐν τῇ Ἐπ. πρὸς Φιλ. α΄ 13, λαμβάνεται συνήθως ὡς σημαῖνον τὰ ἀνάκτορα τοῦ Καίσαρος, ἀλλ’ ἐν Ρώμῃ ἡ λ. Praetorium συνήθως ἐσήμαινε Castra Praetoriana, [[ἔπαρχος]] πραιτωρίου, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2596, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>= lat.</i> praetorium : prétoire, palais du prince, du gouverneur. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, = Lat.
A Praetorium, official residence of a governor, Ev.Matt.27.27; later, of private residences, Just.Nov.159 Praef. II praetorian guard: ἔπαρχος πραιτωρίον, τοῦ π., = praefectus praetorio, OGI707 (Tyre, ii A.D.), IG14.911, etc. 2 imperial household, Ep. Phil.1.13.
Greek (Liddell-Scott)
πραιτώριον: τό, = Λατ. Praetorium, ἐν χρήσει παρὰ τῷ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 27· ἡ ἐπίσημος κατοικία διοικητοῦ, «διοικητήριον», καὶ ἐν τῇ Ἐπ. πρὸς Φιλ. α΄ 13, λαμβάνεται συνήθως ὡς σημαῖνον τὰ ἀνάκτορα τοῦ Καίσαρος, ἀλλ’ ἐν Ρώμῃ ἡ λ. Praetorium συνήθως ἐσήμαινε Castra Praetoriana, ἔπαρχος πραιτωρίου, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2596, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
= lat. praetorium : prétoire, palais du prince, du gouverneur.