λάμπρυσμα: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_22) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λάμπρυσμα''': τό, τὸ δι’ οὗ λαμπρύνεταί τι, [[κόσμημα]], Φρύνιχ. ἐν τοῖς Α. Β. 47 καὶ 71, Ἡσύχ., κτλ. | |lstext='''λάμπρυσμα''': τό, τὸ δι’ οὗ λαμπρύνεταί τι, [[κόσμημα]], Φρύνιχ. ἐν τοῖς Α. Β. 47 καὶ 71, Ἡσύχ., κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λάμπρυσμα]], τὸ (Α) [[λαμπρύνω]]<br />[[κόσμημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A ornament, Phryn.PSpp.82,124 B., Hsch.s.v. γλαινοί, EM232.40.
German (Pape)
[Seite 13] τό, Schmuck, Putz, B. A. 47. 71. – Auch ein glänzender Körper, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λάμπρυσμα: τό, τὸ δι’ οὗ λαμπρύνεταί τι, κόσμημα, Φρύνιχ. ἐν τοῖς Α. Β. 47 καὶ 71, Ἡσύχ., κτλ.