ἐπιχρώννυμι: Difference between revisions
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιχρώννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -χρώσω, [[τρίβω]] ἢ [[ἀλείφω]] ἐπί τινος, [[χρωματίζω]] τὴν ἐπιφάνειάν τινος, καὶ τὸν οἶκον ὅλον ἐπιχρώννυσι τῷ ἐρυθήματι, καὶ δίδει εἰς ὅλον τὸν οἶκον χρωματισμόν τινα διὰ τοῦ ἐρυθήματος (ὁ [[χρυσός]]), Λουκ. περὶ Οἴκου 8· ἥν δ’ ἔχων φύσιν ὁ ἀήρ... κατὰ τὰς ἐπιψαύσεις ἐπικέχρωκε τὸν χαλκὸν Πλούτ. 2. 395Ε· ἡ εἰκὼν κεκοσμήσθω, οὐκ [[ἄχρι]] τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς [[βάθος]]... φαρμάκοις... καταβαφεῖσα Λουκ. Εἰκ. 16· μεταφ., δόξαις ἐπικεχρωσμένοι, [[ἁπλῶς]] χρωματισμένοι μὲ δόξας, Πλάτ. Ἐπιστ. 340D. | |lstext='''ἐπιχρώννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -χρώσω, [[τρίβω]] ἢ [[ἀλείφω]] ἐπί τινος, [[χρωματίζω]] τὴν ἐπιφάνειάν τινος, καὶ τὸν οἶκον ὅλον ἐπιχρώννυσι τῷ ἐρυθήματι, καὶ δίδει εἰς ὅλον τὸν οἶκον χρωματισμόν τινα διὰ τοῦ ἐρυθήματος (ὁ [[χρυσός]]), Λουκ. περὶ Οἴκου 8· ἥν δ’ ἔχων φύσιν ὁ ἀήρ... κατὰ τὰς ἐπιψαύσεις ἐπικέχρωκε τὸν χαλκὸν Πλούτ. 2. 395Ε· ἡ εἰκὼν κεκοσμήσθω, οὐκ [[ἄχρι]] τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς [[βάθος]]... φαρμάκοις... καταβαφεῖσα Λουκ. Εἰκ. 16· μεταφ., δόξαις ἐπικεχρωσμένοι, [[ἁπλῶς]] χρωματισμένοι μὲ δόξας, Πλάτ. Ἐπιστ. 340D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=colorer à la surface, teindre légèrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χρώννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
and ἐπιχωννύω, fut. -χρώσω: pf.
A -κέχρωκα Plu.(v.infr.) : —rub or smear over, colour on the surface, tinge, τι Ruf.Anat.30, Plu. 2.395e, cf. Plot.4.5.7 ; τινι with a thing, Luc.Dom.8 ; οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ' ἐς βάθος.. φαρμάκοις.. καταβαφεῖσα Id.Im. 16 : metaph., ψυχὴ ἐπακτὸν νοῦν ἔχει -χρωννύντα αὐτήν Plot.5.6.4:— Pass., δόξαις ἐπικεχρωσμένοι merely tinged with.., Pl.Ep.340d.
German (Pape)
[Seite 1005] (s. χρώννυμι), mit Farbe bestreichen, färben, οἶκον ἐρυθήματι Luc. dom. 8; ὁ ἀὴρ ἐπικέχρωκε τὸν χαλκόν Plut. de Pyth. orac. 4; Luc. imag. 16 οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, nur auf der Oberfläche, ἐς βάθος δευσοποιοῖς τισι φαρμάκοις ἐς κόρον καταβαφεῖσα, tief, echt gefärbt; – übertr., οἱ ὄντως μὴ φιλόσοφοι δόξαις δὲ ἐπικεχρωσμένοι, die nur so den Anstrich davon haben, Plat. Ep. VII, 340 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρώννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -χρώσω, τρίβω ἢ ἀλείφω ἐπί τινος, χρωματίζω τὴν ἐπιφάνειάν τινος, καὶ τὸν οἶκον ὅλον ἐπιχρώννυσι τῷ ἐρυθήματι, καὶ δίδει εἰς ὅλον τὸν οἶκον χρωματισμόν τινα διὰ τοῦ ἐρυθήματος (ὁ χρυσός), Λουκ. περὶ Οἴκου 8· ἥν δ’ ἔχων φύσιν ὁ ἀήρ... κατὰ τὰς ἐπιψαύσεις ἐπικέχρωκε τὸν χαλκὸν Πλούτ. 2. 395Ε· ἡ εἰκὼν κεκοσμήσθω, οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς βάθος... φαρμάκοις... καταβαφεῖσα Λουκ. Εἰκ. 16· μεταφ., δόξαις ἐπικεχρωσμένοι, ἁπλῶς χρωματισμένοι μὲ δόξας, Πλάτ. Ἐπιστ. 340D.
French (Bailly abrégé)
colorer à la surface, teindre légèrement.
Étymologie: ἐπί, χρώννυμι.