αἰσυλοεργός: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(Bailly1_1) |
(big3_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />scélérat.<br />'''Étymologie:''' [[αἴσυλος]], [[ἔργον]]. | |btext=ός, όν :<br />scélérat.<br />'''Étymologie:''' [[αἴσυλος]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(αἰσῠλοεργός) -όν<br />[[malhechor]] δμῶα Max.368, Aristarch. en Sch.Er.<i>Il</i>.5.403a (por ὀβριμοεργός), (Ἡρακλῆ) οἱ ποιηταὶ ... αἰσυλοεργὸν ἀποκαλοῦσιν Clem.Al.<i>Prot</i>.2.33. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:54, 21 August 2017
English (LSJ)
όν,
A = αἴσυλα ῥέζων, ill-doing, Max.368; read by Aristarch. in Il.5.403 for ὀβριμοεργός, cf. Clem.Al.Protr.2.33.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσυλοεργός: -όν, = αἴσυλα ῥέζῳν, παράνομα καὶ ἄδικα ἐργαζόμενος, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 28. 18, Μάξιμ. π. καταρχ. 368, ὁ Ἀρίσταρχος γράφει τοῦτο ἐν Ἰλ. Ε. 403 ἀντὶ τοῦ ὀβριμοεργός.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
scélérat.
Étymologie: αἴσυλος, ἔργον.
Spanish (DGE)
(αἰσῠλοεργός) -όν
malhechor δμῶα Max.368, Aristarch. en Sch.Er.Il.5.403a (por ὀβριμοεργός), (Ἡρακλῆ) οἱ ποιηταὶ ... αἰσυλοεργὸν ἀποκαλοῦσιν Clem.Al.Prot.2.33.