προσφθεγκτός: Difference between revisions
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />à qui l’on adresse la parole : φωνῆς τινος SOPH salué <i>ou</i> interpellé par la voix de qqn.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[προσφθέγγομαι]]. | |btext=ή, όν :<br />à qui l’on adresse la parole : φωνῆς τινος SOPH salué <i>ou</i> interpellé par la voix de qqn.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[προσφθέγγομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[προσφθέγγομαι]]<br />αυτός που προσφωνείται ή ο [[άξιος]] να προσφωνηθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, Dor. ποτιφθ-,
A addressed, saluted, σοῦ φωνῆς by thy voice, S.Ph.1067, cf. AP7.649 (Anyt.).
German (Pape)
[Seite 786] angeredet, οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι προσφθεγκτός, Soph. Phil. 1056. In dor. Form, ποτιφθεγκτά, Anyte 16 (VII, 649), anredend.
Greek (Liddell-Scott)
προσφθεγκτός: Δωρ. ποτιφθ-, ον, ὁ προσφθεγγόμενος, προσφωνούμενος, χαιρετιζόμενος, σοῦ φωνῆς, διὰ τῆς φωνῆς σου, Σοφ. Φιλ. 1067. ΙΙ. ἐνεργ., χαιρετίζων, Ἀνθ. Π. 7. 649.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
à qui l’on adresse la parole : φωνῆς τινος SOPH salué ou interpellé par la voix de qqn.
Étymologie: adj. verb. de προσφθέγγομαι.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α προσφθέγγομαι
αυτός που προσφωνείται ή ο άξιος να προσφωνηθεί.