καταβόστρυχος: Difference between revisions
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux boucles pendantes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βόστρυχος]]. | |btext=ος, ον :<br />aux boucles pendantes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βόστρυχος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταβόστρυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόστρυχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόστρυχος]] «[[μπούκλα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελικο</i>-[[βόστρυχος]], <i>χρυσο</i>-[[βόστρυχος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with flowing locks, νεανίας E.Ph.146 (lyr.), cf. Aristaenet.2.19, Hld.7.10.
German (Pape)
[Seite 1340] lockig; νεανίας Eur. Phoen. 148; Heliod. 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
καταβόστρῠχος: -ον, κομῶν τοῖς βοστρύχοις, πολλοὺς ἔχων βοστρύχους, «μὲ φουντωτὰ μαλλιά», νεανίας Εὐρ. Φοίν. 146, Ἀρισταίν. 2. 19, Ἡλιόδ. 7. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux boucles pendantes.
Étymologie: κατά, βόστρυχος.
Greek Monolingual
καταβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βόστρυχος (< βόστρυχος «μπούκλα»), πρβλ. ελικο-βόστρυχος, χρυσο-βόστρυχος].