παιωνία: Difference between revisions
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />pivoine, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[παιώνιος]]¹. | |btext=ας (ἡ) :<br />pivoine, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[παιώνιος]]¹. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[παιωνία]] και επικ. τ. [[παιονίη]]) [[παιώνιος]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] παιωνιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού που είχε αντισπασμωδικές ιδιότητες<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[χελιδόνιον]] το μέγα<br /><b>3.</b> [[είδος]] φαρμάκου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (Παιών)
A = γλυκυσίδη, peony, Thphr.HP9.8.6; π. ἄρρην, θήλεια, = Paeonia officinalis, corallina, Ps.-Dsc.3.140; Ep. παιονίη Orph.A.918. 2 = χελιδόνιον μέγα, Ps.-Dsc.2.180. II name of an antidote, Orib.Fr.82.
German (Pape)
[Seite 444] ἡ, die Päonia, eine Blume, die auch γλυκυσίδη hieß, Theophr. u. A. – Auch ein Antidoton, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
παιωνία: ἡ, (Παιῶν) ὡς τὸ γλυκυσίδη, εἶδος φυτοῦ ἔχοντος κατὰ τοὺς ἀρχαίους ἀντισπασμωδικὰς ἰδιότητας, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 6. Ἐπικ. παιονίη, Ὀρφ. Ἀργ. 916.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pivoine, plante.
Étymologie: fém. de παιώνιος¹.
Greek Monolingual
η (Α παιωνία και επικ. τ. παιονίη) παιώνιος
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια παιωνιίδες
αρχ.
1. είδος φυτού που είχε αντισπασμωδικές ιδιότητες
2. το φυτό χελιδόνιον το μέγα
3. είδος φαρμάκου.